πελάστατος
Look at other dictionaries:
πελάστατος — άτη, ον, Α αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερθ. βαθμό πελαστάτω τού πέλας] … Dictionary of Greek
πελάστατος — άτη, ον, Α αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερθ. βαθμό πελαστάτω τού πέλας] … Dictionary of Greek